Ιστορίες για μαθητές
Διονυσης, Οικογενειακές διαδρομές
Εγώ γεννήθηκα του Αγίου Διονυσίου. Και επειδή Διονύση λέγανε και έναν θείο του πατέρα μου με βγάλαν Διονύση.
Το χωριό μου στην Αλβανία είναι χωρισμένο στα δύο, όπως και πολλά χωριά. Στο πάνω μέρος ζουν μουσουλμάνοι και στο κάτω χριστιανοί. Εμείς είμαστε χριστιανοί. Έχουμε καλές σχέσεις μεταξύ μας. Ένας συγγενής μου παντρεύτηκε μουσουλμάνα. Γίνονται δηλαδή και γάμοι. Δεν είναι φανατικοί οι άνθρωποι με τη θρησκεία. Σε μερικά χωριά δεν υπάρχει ούτε εκκλησία ούτε τζαμί.
Το χωριό μου είναι κοντά στα Βλόρε, δηλαδή στον Αυλώνα. Από τον Αυλώνα της Αλβανίας ο πατέρας μου ήρθε στον Αυλώνα της Ελλάδας. Ήταν ο πιο μικρός. Πρώτα είχαν έρθει τα αδέλφια του, είχαν βρει δουλειά. Τότε ήταν δύσκολα. Ερχόντουσαν με τα πόδια, από το βουνό, τους πιάνανε, τους ξαναστέλναν πίσω … Ο πατέρας μου ήρθε να μείνει εδώ στον Αυλώνα. Του άρεσε που ήταν βουνό και ήταν κοντά στην πόλη, χωρίς τη φασαρία της. Ίσως του θύμιζε το χωριό του, που ήταν έτσι.
Ο παππούς μου είχε πολλά παιδιά. Ήταν δύσκολο να τα μεγαλώσει. Είχε 8 αγόρια και 8 κορίτσια από 2 διαφορετικούς γάμους. Τα πιο πολλά έχουν φύγει από την Αλβανία. Τα αγόρια είναι στην Ελλάδα και τα κορίτσια στην Ιταλία. Τον άλλο μου παππού τον λένε Σταύρη στα αλβανικά και Σταύρο στα Ελληνικά. Και την προγιαγιά μου Αλεξάνδρα, επειδή ήταν από ελληνόφωνο χωριό.
Καταγωγή
Αυτή την χώρα δε θα την ξεχάσω γιατί είναι η πατρίδα μου το παρελθόν μου
Τόπος διαμονής
Αυτή τη χώρα την ξεχωρίζω. Εδώ μεγαλώνω, μαθαίνω πράγματα, έχω φίλους και γενικά εδώ θα ζήσω και θα μεγαλώσω τα παιδιά μου (όποτε κάνω), ότι κι αν γίνει.
Έχω σχεδιάσει μια σκάλα που δείχνει τις δυσκολίες που είχαν από την αρχή της ζωής τους οι παππούδες μου και αργότερα οι γονείς μου έως σήμερα που τα πράγματα συγκριτικά με το ξεκίνημα έχουν αλλάξει δραματικά.
Το πρώτο σκαλί είναι στην Αλβανία όπου ο παππούς και η γιαγιά μου έζησαν εκεί ως κτηνοτρόφοι, ενώ ζούσαν τον πόλεμο επί Χότζα. Ήταν χριστιανοί και ζούσαν σε ένα χωριό που ήταν χωρισμένο στα δύο: στη μουσουλμανική περιοχή και τη χριστιανική.
Δεύτερο σκαλοπάτι είναι πάλι στην Αλβανία όπου οι παππούδες μου αγωνιούσαν για το μέλλον των παιδιών τους, αν θα μεγαλώσουν σωστά, αν θα μορφωθούν και αν θα βρουν δουλειά αργότερα.
Το τρίτο σκαλοπάτι είναι το ταξίδι που αποφάσισαν να κάνουν προς την Ελλάδα ο πατέρας μου και τα αδέλφια του. Το ταξίδι ήταν φόβος για αυτούς καθώς δεν ήξεραν τι θα αντιμετωπίσουν, φόβος για την παρανομία, δεν γνώριζαν την γλώσσα, είχαν ελάχιστα χρήματα.
Το τέταρτο σκαλοπάτι είναι το τι πήρε ο πατέρας μου μαζί του: ελάχιστα χρήματα, πείσμα για ένα καλύτερο μέλλον για εμάς, την οικογένεια δηλαδή που θα έφτιαχνε εδώ στην Ελλάδα, το φυλαχτό της γιαγιάς μου, την εργατικότητα του και ελάχιστα ρούχα σε ένα σακίδιο.
Το πέμπτο σκαλοπάτι είναι όταν ήρθε ο πατέρας μου εδώ στην Ελλάδα. Στην αρχή ήταν στην Αθήνα και μετά ήρθε στον Ωρωπό για δύο χρόνια, ενώ μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Αυλώνα. Το πρώτο που έκανε ήταν να βρει μια δουλειά ξεκινώντας σαν βοηθός εργολάβου. Μετά έφτιαξε μια πενταμελή οικογένεια με τρία τρίδυμα παιδιά και φρόντισε την νομιμοποίησή του.
Το έκτο σκαλοπάτι είναι εδώ, στο σήμερα, πώς είναι η ζωή μας στην Ελλάδα. Στο σπίτι ακούμε κυρίως ελληνική μουσική, ενώ αλβανική όταν έχουμε φιλοξενούμενους συγγενείς από την Αλβανία. Εμείς τα παιδιά μιλάμε Ελληνικά, ενώ οι γονείς μας μας μιλούν αλβανικά. Σε ένα δωμάτιο η τηλεόραση έχει ελληνικά, ενώ στο δεύτερο αλβανικά. Το έχει κάνει κυρίως ο πατέρα μου για να αρχίσουμε να μπαίνουμε στο κλίμα της Αλβανίας, δηλαδή να μάθουμε να μιλάμε και να ακούμε.
Το έβδομο σκαλοπάτι είναι ο πατέρας μου ο οποίος από απλός κτηνοτρόφος που βοηθούσε τους παππούδες μου στην Αλβανία ήρθε στην Ελλάδα, έγινε εργολάβος, έχει δική του επιχείρηση και νιώθω πολύ περήφανος για αυτόν καθώς είναι πολύ πετυχημένος στην δουλειά του.