Ιστορίες για τον εκπαιδευτικό
Περιπέτειες και ναυάγια
“Γιούπι!” ήταν το σύνθημα του μεσαιωνικού πληρώματος με επικεφαλής τον καπετάνιο Σαλβαντόρ Νταλί. Ήταν ένας διάσημος συγγραφέας ο οποίος, δυστυχώς, εγκατέλειψε τη συγγραφή βιβλίων λόγω της τεράστιας αποτυχίας του βιβλίου του με τίτλο: “Μια νέα ανακάλυψη: ο ιπτάμενος γάιδαρος”. Έτσι, δυστυχώς, κρύφτηκε σε ένα πλοίο και προσποιήθηκε ότι ήταν ο νέος καπετάνιος του, που τον ονόμασε καπετάνιο ο Φαμπουλάρ (ο βασιλιάς της περιοχής). Το υπόλοιπο πλήρωμα ήταν: ο Φιλίππιεν, ο Ντιέγκος και ο Τουέλβιο. Ο Φιλίππιεν πάντα ήταν ναυτικός, ήταν σαν παράδοση στην οικογένειά του.
Ο Ντιέγκος ήταν περιπλανώμενος από τότε που γεννήθηκε, δεν είχε βρει ποτέ τίποτα που να του αρέσει και έτσι αποφάσισε να γίνει ναυτικός. Και ο Τουέλβιο δεν έλεγε ποτέ ποιος ήταν ή τι είχε κάνει παλιότερα, ήταν ένας μυστηριώδης άνθρωπος. Στην αρχή ο Φιλίππιεν, ο Ντιέγκος και ο Τουέλβιο πραγματικά παραξενεύτηκαν όταν έφτασε ο Σαλβαντόρ, αλλά στη συνέχεια τον συνήθισαν εύκολα. Ο Σαλβαντόρ δεν τους επέτρεπε να επιστρέφουν στο σπίτι τους, ούτε για λίγο. Ταξίδευαν για να κάνουν νέες εμπειρίες και όταν δεν είχαν τρόφιμα θα τα έκλεβαν από ένα νησί ή μικρά χωριά που θα έβρισκαν στη μέση της θάλασσας.
Μια φορά, κατά τη διάρκεια του χειμώνα η θάλασσα ήταν αγριεμένη και κύματα και σταγόνες θάλασσας έπεφταν στα πρόσωπα… Και, κάποια στιγμή, έσπασε ένα κομμάτι του πλοίου και όλο το πλοίο βυθίστηκε στο νερό.
Επικράτησε απόλυτος πανικός και ο Ντιέγκος, που έπασχε από την καρδιά του, βρέθηκε σε πραγματικά δύσκολη κατάσταση. Ο Σαλβαντόρ πήρε μια δύσκολη απόφαση: Ήθελε να ρίξει όλο το πλήρωμα στη θάλασσα για να κολυμπήσουν μέχρι το πρώτο μικρό νησί. Δυστυχώς, ο Φιλίππιεν, ο Ντιέγκος και ο Τουέλβιο δεν ήταν και τόσο καλοί κολυμβητές, οπότε ο Σαλβαντόρ έπρεπε να τους πάρει έναν έναν και να τους φέρει στο νησί.
Μετά από λίγο έφτασαν όλοι. Ήταν όλοι βρεγμένοι και, για να στεγνώσουν τα ρούχα τους, τα έβαλαν σε κάποια ξερά κελύφη καρύδας. Έμειναν σε αυτό το νησί για μερικές μέρες μέχρι που ο Τουέλβιο, μία νύχτα, πήρε μερικά κλαδιά δέντρων και έχτισε ένα κανό, ελπίζοντας να πλεύσει και πάλι. Αφού δεν ήταν βέβαιοι ότι θα επιβιώσουν σε αυτό το μικρό νησί, δέχτηκαν να πλεύσουν ξανά και, αν και το κανό ήταν πολύ μικρό για αυτούς, κατάφεραν να φύγουν. Λίγες ώρες αργότερα, ο Φιλίππιεν είδε ένα χωριό κοντά σε ένα βουνό, έμοιαζε με οφθαλμαπάτη, αλλά όταν το πλησίασαν συνειδητοποίησαν ότι ήταν πραγματικό. Άρχισαν να αναζητούν βοήθεια, αλλά αν και υπήρχαν άνθρωποι, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους. Ήταν ψηλοί και σκληροί και δεν μπορούσαν να μιλήσουν τη γλώσσα τους. Ο Σαλβαντόρ είπε στο πλήρωμα να μην ανησυχεί, γιατί είχε καταλάβει ποια γλώσσα ήταν. Αλλά, ακόμη και αν ήξεραν ποια γλώσσα ήταν, δεν μπορούσαν να μιλήσουν με τους κατοίκους, που τους κοίταζαν περίεργα. Ο Ντιέγκος φώναξε το πλήρωμα και τον Σαλβαντόρ για να τους πει ότι είχε βρει ένα μικρό πλοίο κοντά σε ένα σπίτι. Οι ναυτικοί καταλάβαιναν τι σχεδίαζε να κάνει πριν καν το πει, και δέχτηκαν την ιδέα χωρίς δισταγμό..
Όταν έδυσε ο ήλιος και εμφανίστηκε το φεγγάρι στον ουρανό, έσπρωξαν το πλοίο στο νερό και πήδησαν πάνω του. Ο Ντιέγκος, αν και έπασχε από την καρδιά του, έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη, και σε λίγα λεπτά το πλοίο έφτασε στο νερό. Πολύ σύντομα, εγκατέλειψαν το νησί. Αργά τη νύχτα, το πλήρωμα είχε πέσει για ύπνο και ξύπνησε από έναν μεγάλο θόρυβο… Πρώτος ξύπνησε ο Φιλίππιεν, και ξύπνησε και το υπόλοιπο πλήρωμα, μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν ονειρευόταν.
Βρισκόντουσαν μπροστά σε μια λευκή, τεράστια έκταση γης με κάποιους κρατήρες. Ήταν έκπληκτοι με το περίεργο αυτό τοπίο και πήγαιναν από εδώ και από εκεί χωρίς κατεύθυνση. Μέχρι που ο Τουέλβιο είπε ότι ήταν απαραίτητο να καταλάβουν τι ήταν αυτή η περίεργη, λευκή έκταση... Στην αρχή κανείς τους δεν κατάφερνε να καταλάβει τι ήταν αυτό, αν ήταν λευκή λάβα που έγινε λευκή για κάποιο παράξενο λόγο ή από μαγεία...
Για έναν περίεργο λόγο, ο Σαλβαντόρ πίστευε ότι βρισκόντουσαν στο φεγγάρι.
Κανείς δεν είχε καταφέρει ποτέ να φτάσει στο φεγγάρι, οπότε το πλήρωμα ήταν χαρούμενο, μέχρι που ο Ντιέγκος ρώτησε τον Σαλβαντόρ πώς θα μπορούσαν να ξεφύγουν από εκεί.
Αφού δεν ήξεραν πώς είχαν φτάσει εκεί, δεν μπορούσαν να επιστρέψουν. Έμειναν εκεί για πολλές μέρες, κοιμόντουσαν στο έδαφος και είχαν κάποια πρακτικά προβλήματα επιβίωσης: πείνα, δίψα, πόνο...
Είχαν κολλήσει σε μια δύσκολη κατάσταση. Μέχρι που μια μέρα, ο Φιλίππιεν, ο Ντιέγκος και ο Τουέλβιο είδαν μια γυναίκα να τους πλησιάζει. Είχε μακρά, ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια... Θαμπωμένοι από την ομορφιά της, στεκόντουσαν εκεί ακίνητοι και την κοίταζαν, μέχρι που ξύπνησε ο Σαλβαντόρ και τους είδε, και αναρωτιόταν γιατί ήταν ακίνητοι. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν η αδελφή του!
Η λευκή έκταση ήταν η παραλία πίσω από τη βίλα τους και βρήκε επίσης το ατελιέ του σε απόλυτο χάος. Εκείνη έψαχνε για τον Σαλβαντόρ, και τον φώναζε με δυνατή φωνή, και γι’ αυτό ξύπνησε το πλήρωμα. Νιώθοντας ντροπή, ο Σαλβαντόρ εξήγησε τα γεγονότα στους άλλους, και φοβόταν ότι θα τον κρίνουν. Αντιθέτως, το πλήρωμα αμέσως έδειξε κατανόηση και, μετά από λίγο καιρό, αγόρασαν ένα νέο πλοίο για να φύγουν και να έχουν νέες περιπέτειες.
Μετά από σχεδόν έναν χρόνο περιπέτειας, το πλήρωμα ήταν σαν μια οικογένεια.
Δεν είχαν ονόματα αλλά ψευδώνυμα.
Ο Φιλίππιεν λεγόταν «Κατ», γιατί συνέχεια κατέβαινε στα υπνοδωμάτια να πάει νερό. Συνέχεια πήγαινε «κάτω».
Ο Τουέλβιο λεγόταν «Ρομπ», σαν το χρυσόψαρό του, που το είχε χάσει στη θάλασσα.
Ο Ντιέγκος λεγόταν «Σόβοφ», γιατί φοβόταν τα πάντα. Στην αρχή λεγόταν «Φόβος» αλλά σιχαινόταν το ψευδώνυμο αυτό και έτσι οι φίλοι του το άλλαξαν σε «Σόβοφ».
Ο Σαλβαντόρ ήταν ο μόνος που κράτησε το όνομά του, επειδή ήταν τόσο υπερήφανος για τον εαυτό του, και του άρεσε πολύ για να το αλλάξει.