Ιστορίες για τον εκπαιδευτικό
Ο αρχηγός των αγροτών
- Γεια σου πατέρα! Πώς ήταν η μέρα σου; - είπε η Τζιώρτζια. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι αλλά έπρεπε να δουλεύει από τότε που ο πατέρας της αρρώστησε.
- Ήταν φανταστική, γλυκιά μου, ξέρεις ότι δεν πρέπει να ανησυχείς για μένα! - Είπε ο πατέρας της, ο Φραντσέσκο Σιρόκι.
- Πήρες τα φάρμακά σου;
- Φυσικά και τα πήρα, θέλεις να σε βοηθήσω να μαγειρέψεις το δείπνο;
- Ω, όχι, πατέρα, πρέπει να ξεκουραστείς και δε χρειάζεται να σηκωθείς, μην ανησυχείς για το δείπνο, θα έχουμε την ειδική μου σούπα.
Έτσι, πήγε στην κουζίνα και ενώ έφτιαχνε τη σούπα της, άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα...
- Έρχομαι!
- Καλημέρα, κυρία Σιρόκι, θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι απολύεστε.
- Ω, μα αυτό δεν είναι δυνατό! Ελάτε μέσα παρακαλώ να το συζητήσουμε. - Έτσι οι άντρες μπήκαν μέσα και άρχισαν να μιλάνε.
- Λοιπόν... Μου λέτε ότι το αφεντικό θέλει να με απολύσει μόνο και μόνο επειδή είμαι γυναίκα;-
- Λυπάμαι, κυρία Σιρόκι, αλλά έτσι ακριβώς είναι.-
- Τι συμβαίνει, Τζιώρτζια; - Ρώτησε ο πατέρας της από το άλλο δωμάτιο.
- Τίποτα, πατέρα, μην ανησυχείς! Η σούπα είναι σχεδόν έτοιμη! Θα θέλατε να γευματίσετε μαζί μας; - Ρώτησε ευγενικά τους άντρες.
- Ω, όχι πραγματικά, ευχαριστούμε πολύ, αλλά δε θα θέλαμε να σας ενοχλήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο.
- Δε με ενοχλείτε, κύριοι!
- Λοιπόν… Για να δούμε αν είναι αλήθεια όσα ακούσαμε για τη σούπα σου. - Απάντησαν. Μόλις το δείπνο τελείωσε, τα φώτα έσβησαν.
Μόλις το δείπνο τελείωσε, τα φώτα έσβησαν.
Την επόμενη μέρα, όταν λάλησε ο κόκορας, η Τζιώρτζια έπρεπε να σηκωθεί, παρόλο που είχε χάσει τη δουλειά της και σε λίγο θα έχανε και το σπίτι της, αφού ήταν μέρος ενός αγροκτήματος.
Ενώ έκανε τη μπουγάδα της, είχε μια ιδέα. Πήγε στον κήπο και έστειλε την αγελάδα σε μια γωνία όπου το χορτάρι ήταν ψηλό, έτσι ώστε να το φάει και να είναι πιο εύκολο μετά να καθαρίσει το χώμα.
Όταν πήγε στην αγορά, όλοι την κοίταζαν και έλεγαν: -Καημένη Τζιώρτζια!- Ή: - Τι κρίμα! Και είναι άρρωστος και ο πατέρας της! - Κάποιος άλλος είπε: -Πώς θα τη γλιτώσει; Θα χάσει ακόμα και το σπίτι της, καημένη Τζιώρτζια!-
Αλλά εκείνη δε νοιαζόταν για αυτές τις φωνές και πήγε κατευθείαν στο κατάστημα που πουλούσε κάθε είδος σπόρου. Πήρε σπόρους από πραγματικά παράξενα και σπάνια φυτά, που κανείς δεν είχε ξαναδεί στο χωριό.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι, η αγελάδα είχε φάει σχεδόν όλο το ψηλό χορτάρι, με τη βοήθεια μερικών κουνελιών. Η Τζιώρτζια έστειλε εκεί και τα γουρούνια. Τα γουρούνια θα έσκαβαν και θα έκαναν τρύπες, για να φυτέψει τους σπόρους που είχε αγοράσει. Γύρισε πίσω στο σπίτι και συνέχισε να κάνει δουλειές του σπιτιού. Κατά τις 3 μ.μ. κοίταξε έξω από το παράθυρο για να δει τι δουλειά είχαν κάνει τα ζώα. Τα είχαν καταφέρει! Έτσι, άρχισε να φυτεύει τους σπόρους. Κάθε μέρα, πότισε τον κήπο με τη βοήθεια ενός γαϊδουριού, μέχρι να μεγαλώσουν τα φρούτα και μετά πήγε στην αγορά με το καρότσι της για να τα πουλήσει.
Ανησυχούσε πραγματικά γιατί σε μια εβδομάδα θα έπρεπε να πληρώσει τους φόρους και δεν είχε χρήματα... Έτσι κινδύνευε να χάσει το σπίτι της! Στην αγορά, οι κυρίες ήταν περίεργες και κοιτούσαν αυτά τα νέα προϊόντα, αλλά επειδή δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο, δεν τα αγόραζαν.
Την επόμενη μέρα προσπάθησε ξανά να πουλήσει τα προϊόντα της, και το ίδιο έκανε για την υπόλοιπη εβδομάδα. Όταν ήρθε η επόμενη εβδομάδα, μίλησε στον αρχηγό των αγροτών και του είπε ότι θα πληρώσει τους φόρους και έτσι θα κρατήσει το σπίτι.
Ένα χρόνο αργότερα, είχε πολλή δουλειά, όλοι λάτρευαν τα φυτά της, όταν… όλα τα φυτά αρρώστησαν.
Ήταν απελπισμένη, αλλά ο πατέρας της είχε γίνει καλά.
Με τα λίγα χρήματα που είχαν μείνει, ξαναφύτεψε τα πάντα σε χώμα προσανατολισμένο στον νότο, με περισσότερο φως και ζέστη. Ακόμα και οι αγρότες που εργαζόντουσαν μαζί της δεν πληρώθηκαν πλήρως, μόνο αρκετά για να ταΐσουν τις οικογένειές τους, αφού τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά…
Η επιχείρηση κινδύνευε να αποτύχει.
- Καλημέρα, κυρία Σιρόκι, ξέρετε ότι κάποιος ήρθε να σας επισκεφτεί από το Λονδίνο;
- Δεν το ήξερα, πόσο καιρό περιμένει εδώ;
- Είναι εδώ από χτες το βράδυ.
- Και ξέρετε που βρίσκεται τώρα;
- Νομίζω ότι βρίσκεται στο καφενείο - είπε η κ. Τρόλλι.
Έτσι η Τζιώρτζια πήγε αμέσως στο καφενείο.
Το βράδυ, η Τζιώρτζια γύρισε σπίτι της με μια νέα, μεγάλη δουλειά από το Λονδίνο. Με αυτόν τον τρόπο, αν και ήταν “γυναίκα”, έγινε ο αρχηγός των αγροτών του χωριού της.